- πορφυροσχήμων
- πορφῠρο-σχήμων, ον, gen. ονος, ([etym.] σχῆμα)A purple-clad, Polyaen.4.3.24.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πορφυροσχήμων — ον, Α ντυμένος με πορφυρά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο σχήμων] … Dictionary of Greek
πορφυροσχήμονες — πορφυροσχήμων purple clad masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πορφύρα — I Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από τριχοειδείς αιμορραγίες του δέρματος, των βλεννογόνων ή του παρεγχύματος. Στο δέρμα η π. εκδηλώνεται με μικρές κόκκινες κηλίδες που δεν εξαλείφονται αν πιεστούν με γυάλινη πλάκα. Οι π. διαιρούνται σε δύο μεγάλες… … Dictionary of Greek